ἱστοριογραφική

ἱστοριογραφική
ἱστοριογραφικός
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πατερναλισμός — Όρος –κατά λέξη σημαίνει πατρική συμπεριφορά– που μπήκε σε χρήση κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι., κυρίως στη πολιτική και στην ιστοριογραφική γλώσσα, για τον χαρακτηρισμό της πολιτικής των κυβερνητών εκείνων που, μην έχοντας… …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ματιέ, Αλμπέρ — (Albert Mathiez, Λα Μπριγιέρ 1874 – Παρίσι 1932). Γάλλος ιστορικός. Σπούδασε στο Εκόλ Νορμάλ Σουπεριέρ δίπλα στον Ολάρ, ο οποίος του άσκησε μεγάλη επίδραση, ενώ επηρεάστηκε και από τον κοινωνιολόγο Ντίρκαϊμ. Αργότερα ο Μ. εγκαινίασε τη ριζική… …   Dictionary of Greek

  • Ντρόιζεν, Γιόχαν Γκούσταφ — (Johann Gustav Droysen, Τρέπτοβ, Πομερανία 1808 – Βερολίνο 1884). Γερμανός ιστορικός, θεμελιωτής της λεγόμενης πρωσικής ιστορικής σχολής. Υπήρξε μαθητής του Χέγκελ –του οποίου αποδέχτηκε τη θεωρία περί κράτους– και του Άουγκουστ Μπεκ, διετέλεσε,… …   Dictionary of Greek

  • Ροβεσπιέρος, Μαξιμιλιάν Φρανσουά Ιζιντόρ — (Robespierre, Αράς 1758 – Παρίσι 1794). Γάλλος πολιτικός. Δικηγόρος, εξελέγη το 1789 αντιπρόσωπος στη Συνέλευση των Τάξεων. Τον Μάρτιο του 1790 έγινε πρόεδρος της λέσχης των Ιακωβίνων, αφού διακρίθηκε κυρίως για την αδιαλλαξία και την… …   Dictionary of Greek

  • Τσόρτσιλ, σερ Ουίνστον Λέοναρντ Σπένσερ — (Churchill, Οξφόρδη 1874 – Λονδίνο 1965). Άγγλος πολιτικός. Γιος του λόρδου Ράντολφ, τριτότοκου του δούκα του Μάρλμπορο, άρχισε τις σπουδές του στο Χάροου και τις συνέχισε στη στρατιωτική σχολή του Σάντχερστ, απ’ όπου βγήκε το 1895 αξιωματικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”